- ακαμψία, μαγνητική
- Το γινόμενο της ακτίνας καμπυλότητας της τροχιάς ενός σωματίου που κινείται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο με τη μαγνητική επαγωγή του πεδίου. Αν ρ είναι η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς που διαγράφει ένα φορτισμένο σωμάτιο, όταν κινείται σε ένα επίπεδο κάθετο σε ένα ομογενές μαγνητικό πεδίο έντασης , τότε η μ.α. Ρ δίνεται από τον τύπο: Ρ = Βρ = , όπου ρ είναι η σχετικιστική ορμή του σωματίου, Ze το φορτίο του σωματίου και c η ταχύτητα του φωτός (όπως φαίνεται από τον τύπο, η ορμή οποιουδήποτε φορτισμένου σωματίου μπορεί να καθοριστεί αν μετρηθεί η ακτίνα καμπυλότητας της τροχιάς του μέσα σε ένα γνωστό μαγνητικό πεδίο). Η πρωτογενής κοσμική ακτινοβολία αποτελείται από σχετικιστικά σωμάτια και στον παραπάνω τύπο που δίνει τη μ.α. δεν χρειάζεται να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε μαγνητική επαγωγή και ένταση του μαγνητικού πεδίου, γιατί η διαπερατότητα στο διάστημα ισούται με τη μονάδα. Στη μελέτη της κίνησης των κοσμικών ακτίνων μέσα σε μαγνητικά πεδία, είναι βολικό να χαρακτηρίζεται ένα σωμάτιο με τη μ.α. του (Ρ =) εκφρασμένη σε βολτ, παρά με την ορμή του σε eV/c ή την ενέργειά του σε eV. Τα σωμάτια που έχουν την ίδια μ.α. Ρ ακολουθούν πανομοιότυπες τροχιές, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τα σωμάτια που έχουν την ίδια ορμή Ρ ή ενέργεια Ε, αλλά διαφορετικά φορτία Ze. Το μέγεθος Ρ ονομάστηκε μ.α. γιατί μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο της αντίστασης του σωματίου στην απόκλιση από την τροχιά του που επιβάλλει η παρουσία του μαγνητικού πεδίου.
Dictionary of Greek. 2013.